- μαρτιχόρας
- μαρτιχόρᾱς , μαρτιχόραςman-eatermasc acc plμαρτιχόρᾱς , μαρτιχόραςman-eatermasc nom sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαρτιχόρας — και μαρτιοχώρας και μαντιχώρας, ὁ (Α) μυθικό τετράποδο ζώο τών Ινδιών, το οποίο είχε κεφάλι ζώου και σώμα ανθρώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνειο από την Ιρανική, πρβλ. αρχ. περσ. martiya «άνθρωπος», αβεστ. xvar «καταβροχθίζω», περσ. mardom xār… … Dictionary of Greek
μαρτιχόρα — indeclform (indecl) μαρτιχόρᾱ , μαρτιχόρας man eater masc nom/voc/acc dual μαρτιχόρας man eater masc voc sg μαρτιχόρᾱ , μαρτιχόρας man eater masc voc sg (attic) μαρτιχόρᾱ , μαρτιχόρας man eater masc gen sg (doric aeolic) μαρτιχόρας man eater… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρτιχόραν — μαρτιχόρᾱν , μαρτιχόρας man eater masc acc sg (attic epic doric aeolic) μαρτιχόρας man eater masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мордва — (собир.) – название фин. уг. народа на территории бывш. Сарат., Сам., Тамб., Пенз., Нижегор. губ., др. русск. мордва (Пов. врем. лет), впервые – в форме Моrdеns (Иордан 23) – среди народов, подвластных Эрманариху; см. Сетэлэ, SSUF, 1885, стр. 92; … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера